- Βάγιας, Θανάσης
- (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Έμπιστος του Αλή πασά. Καταγόταν από το Λέκλι της Ηπείρου, που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Κατά μια παράδοση, ο Β. βοήθησε στην προαγωγή του Αλή σε δερβέναγα και μετά σε σατράπη των Ιωαννίνων και εκείνος, για ανταμοιβή, τον προσέλαβε ως αρχηγό της φρουράς των ανακτόρων του. Η θέση του αυτή και οι συχνές θανατικές εκτελέσεις που διέταζε ο Αλή πασάς, δημιούργησαν την εντύπωση ότι ο Β. ήταν αρχιδήμιος του πασά. Ο Πουκεβίλ και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υποστηρίζουν ότι υπήρξε προδότης του ελληνισμού. Ο Πουκεβίλ μάλιστα, ο οποίος είχε προσωπικούς λόγους να μισεί τον Β., γράφει ότι ο Β., επικεφαλής 150 αντρών, σκότωσε 600 μουσουλμάνους κατοίκους του Γαρδικιού, με διαταγή του Αλή. Άλλες όμως ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Β. προστάτευε τους χριστιανούς και έσωζε αιχμαλώτους αρματολούς από τον θάνατο. Μετά τον θάνατο του Αλή, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως απελευθερώθηκε με την εγγύηση του πατριάρχη. Το 1828 πήγε στην Προύσα και το 1829 ήρθε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε από τον Καποδίστρια επιστάτης στο αγροκήπιό του στην Τίρυνθα. Το 1834 τον βρίσκουμε στα Ιωάννινα, όπου πέθανε φτωχός και τάφηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.